- Νύκτας
- Νύξnightfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νύκτας — νύξ night fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… … Hofmann J. Lexicon universale
έρεβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, προσωποποίηση του πρωτογενούς σκότους, γιος του Χάους και αδελφός της Νύκτας. Γέννησε μαζί της τον Αιθέρα (το φως της ημέρας), την Ημέρα και τον Έρωτα και ύστερα κατέβηκε στα βάθη της Γης, όπου βρίσκεται το βασίλειο του Άδη … Dictionary of Greek
έρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά τον Ησίοδο, ήταν κόρη της Νύκτας και μητέρα του Πόνου, της Λήθης, του Λιμού, του Όρκου και γενικά κάθε κακού και συμφοράς. Κατά τον Όμηρο, ήταν αδελφή και συνοδός του Άρη. Όταν πατούσε στη Γη, είχε τη δύναμη vα αυξάνεται… … Dictionary of Greek
ακρόνυχος — ἀκρόνυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή τής νύκτας, στο σούρουπο 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος). ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
αμφιλύκη νύξ — ἀμφιλύκη νύξ, η (Α) 1. το μεταξύ νύκτας και ημέρας αμυδρό φως, το λυκαυγές, τα χαράματα 2. λυκόφως, σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *λύκη] … Dictionary of Greek
δειλινό — Είδος φυτών του γένους μιράμπιλις, γνωστό με την επιστημονική ονομασία μιράμπιλις γιαλάπα (mirabilis jalapa). Το δ. είναι διακοσμητικό φυτό με ψηλούς βλαστούς και μεγάλα φύλλα σε σχήμα καρδιάς. Φτάνει σε ύψος το 1 μ. και τα αρωματικά άνθη του,… … Dictionary of Greek
εκείνος — η, ο (AM ἐκεῑνος, η, ον) 1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.) 2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις … Dictionary of Greek
εξήμαρ — ἑξῆμαρ (Α) επίρρ. επί έξι ημέρες («ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε και ἧμαρ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ήμαρ «ημέρα»] … Dictionary of Greek
επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… … Dictionary of Greek